- Ἔχιδν'
- Ἔχιδνα , Ἔχιδναfem nom/voc sgἜχιδναι , Ἔχιδναfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔχιδν' — ἔχιδνα , ἔχιδνα viper fem nom/voc sg ἔχιδναι , ἔχιδνα viper fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσαίος — θαλασσαῑος, α, ον (Α) θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ α + επίθημα αιος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] … Dictionary of Greek
θαρσήεις — θαρσήεις, εσσα, εν (Α) θαρραλέος, ανδρείος, γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + κατάλ. ήεις (πρβλ. διν ήεις, εχιδν ήεις, λαχν ήεις)] … Dictionary of Greek
καπαίος — καπαῑος, α, ον (Α) (ως επίθ. τού Διός) αυτός που τοποθετήθηκε σε φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη «φάτνη» + κατάλ. αῖος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] … Dictionary of Greek
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… … Dictionary of Greek